Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Aντίσταση στην ψυχική καταστροφή


Xρειάζονται πολλές γενιές για να ξαναγεννηθεί Eλληνισμός στην καμένη ελλαδική γη. Nαι, θα ψηφίσουμε για άλλη μια φορά ολότελα απελπισμένοι, για άλλη μια φορά το σιχαμερό μη χείρον. Aλλά να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι η ριζοσπαστικότερη αντίστασή μας είναι μόνο η «υπαρξιακή»: αλλαγή προσωπικής στάσης απέναντι στη μοίρα να γεννηθούμε Eλληνες. Mη χάνουμε πολύτιμα της προσωπικής ζωής μας χρόνια δίχως την επίγνωση, ότι η ελληνικότητα είναι προσωπική ανακάλυψη, είναι έρωτας, όχι δεδομένη καταγωγή. Oτι αξίζει να τη ζήσεις, όποιος ηλίθιος ή απατεώνας κι αν σε κυβερνάει, μεθώντας με τη γλώσσα της, αφομοιώνοντας την αρχοντιά της ιστορίας της, έκθαμβος συνεχώς με το αποκαλυπτικό κάλλος της Tέχνης της, ερωτευμένος ακατάπαυστα με τη σοφία που ενηλικίωσε την ανθρώπινη αναζήτηση.

Δεν είναι φυγή η προσωπική ανακάλυψη της ελληνικότητας. Eίναι δρομοδείχτης.

Χ. Γιανναράς

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Μούντζες και μούντζες...


Αν θέλουμε, κάποτε, να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, έχοντας στηρίξει την ορθοστασία μας σε γερούς μύες και όχι σε δανεικά ακριβοπληρωμένα δεκανίκια, θα πρέπει πιστεύω να μάθουμε να επιβραβεύουμε την ποιότητα και την πρωτοτυπία και να περιφρονούμε, να στιγματίζουμε άμεσα και χωρίς περιστροφές την αντιγραφή και τον πιθηκισμό. Σε όλους και σε όλα. Να αναζητούμε την ποιότητα και να την αναδεικνύουμε, να καταδεικνύουμε την προχειρότητα και την χυδαιότητα και να της γυρνάμε την πλάτη. Είτε αυτό αφορά «δικούς» μας είτε «αντιπάλους» μας. Πολλοί περισσότερο, όταν αφορά «δικούς» μας, θα έπρεπε να έχουμε την αξιοπρέπεια, το θάρρος και την απαίτηση (από τον εαυτό μας) να τους δείχνουμε τη λαθεμένη τους πορεία και την αναξιοπρεπή τους στάση, ελπίζοντας, αλλά και απαιτώντας, τη διόρθωσή τους. Η επιβράβευση των «δικών» μας (ό,τι και αν κάνουν) και η περιφρόνηση των «μη-δικών» μας, ότι και αν επιτύχουν, είναι αυτή η κοπαδοποίηση που δημιούργησε τους πολίτες-οπαδούς τις καλές της μέρες και τους εθνικούς διχασμούς και εμφυλίους στα χειρότερά της. Είναι αυτό που τα μέγιστα ευθύνεται για την εθνική μας ασυνεννοησία (και ανοησία). Η χτεσινή περιφρόνηση με τον διαφωνούντα γίνεται ένθερμος και απροϋπόθετος ενθουσιασμός, μόλις αυτός έρθει στο στρατόπεδό μας. Ποδοσφαιροποίηση. Θα πρέπει να έχουμε το θάρρος τελικά, να αναδεικνύουμε την ποιότητα και να απορρίπτουμε το κάλπικο, όπου και αν το βρούμε.  Πόσο μάλλον στους νέους ανθρώπους.
Γιατί η παρακάτω αντίδραση είναι πρωτότυπη, με πυγμή και στάση σώματος συμβατή παρελαύνοντος νέου και πραγματικά αγανακτισμένου πολίτη. Μούντζα, που φέρνει ντροπή σε αυτόν που τη δέχεται.

Οι παρακάτω αντιδράσεις όμως είναι γελοίες, γηπεδικές, αντιγραφή και γελοιοποίηση του πρωτοτύπου.


Οι παρελαύνοντες αδυνατούν να εκτελέσουν με στοιχειώδη επάρκεια αυτό που ανέλαβαν να κάνουν (να παρελάσουν περήφανα, εφόσον το αποφάσισαν) και χαζογελώντας και πιθηκίζοντας αποφάσισαν να κλέψουν λίγη από τη δόξα του πρώτου διδάξαντα. Ποια αγανάκτιση εκφράζει η στάση τους; Ποια διαμαρτυρία, πέρα από κακή αντιγραφή; Λυπάμαι, αλλά αυτά είναι καραγκιοζιλίκια στα οποία η μούτζα γυρνάει αυτούσια στον αποστολέα και κάνει τον υποτιθέμενο παραλήπτη συμπαθή. Επιπλέον δε, γελοιοποιεί και την πρωτότυπη μούτζα που αγαπήσαμε όλοι.

Ναι, όσοι νοιάζονται για τους νέους και σέβονται πρωτίστως τον εαυτό τους πρέπει να τους το πουν ευθέως και όχι να χαϊδεύουν αυτιά, υποκριτικά, επειδή η κίνησή τους εξυπηρετεί και ταιριάζει στο στρατόπεδό τους. Δεν έχουν πάντα δίκαιο οι νέοι και όταν οι αντιδράσεις τους είναι αποτέλεσμα της σάπιας μόρφωσης που τους έδωσε η εν αποσυνθέσει κοινωνίας μας, ας έχουμε το θάρρος να το δείξουμε και μην αφήνουμε να καρπίζουν μέσα τους σάπια πρότυπα...

Αυτονόητα ή ανόητα πράγματα;

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Ο Βασιλεύς Δημήτριος




Ωσπερ ου βασιλεύς, αλλ' υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί
της τραγικής εκείνης, και διαλαθών
υπεχώρησεν.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου - έτσι είπαν -
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ' έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ' απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.-

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Και τέλος πάντων, τραβούσαμ' εμπρός;;;

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Σκύθες Φρουροί και οι Τριάκοντα Τύρρανοι

Όταν, για να παραμείνει ανοιχτό το Δημαρχείο, απαιτείται η πολυήμερη και συνεχής παρουσία των Σκυθών επί των πυλών αυτού, η δημοκρατική νομιμότητα της εξουσίας έχει απαξιωθεί εμπράκτως και αυτή επιβάλλεται πλέον επισήμως με την ωμή Βία.

Όταν ο Δήμαρχος που στηρίζεται στους ώμους Σκυθών για να καθίσει στη Καρέκλα του, είναι πρώην αριστερός μεταπηδήσας στο άκρως φιλελεύθερο πασόκ του Μνημονίου έχει απαξιωθεί και κάθε ιδεολογικό περιτύλιγμα της εξουσίας. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από σφετεριστές της εξουσίας, μαφιόζοι δυνάστες, τρομοκράτες με οργανωμένο στράτευμα επιβολής της εξουσίας τους…

 

Εικόνα ντροπής για την πόλη μας…

SNC01445

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Επιτάφιος


Ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα και η απόλυτα σίγουρη μελλοντική κατάληξη όλων μας. Κανένα άλλο γεγονός, κανένα άλλο συμβάν της καθημερινής μας εμπειρίας δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Τίποτα από όσα ζούμε, γνωρίζουμε, προσδοκούμε ή αποφεύγουμε, καμιά επιθυμία ή αποστροφή δεν είναι τόσο βέβαιη, τόσο αναπόδραστα βέβαιη όσο ο θάνατος. Η καθολικότητα και η αδυναμία αποτροπής του είναι γεγονότα ασυμβίβαστα με την καθημερινή μας εμπειρία και δημιουργούν το αίσθημα της απελπισίας. Η βεβαιότητα και η καθολικότητα του είναι τόσο απόλυτες που διαλύουν με τρόπο αναμφισβήτητο κάθε ελπίδα, ώστε ακόμα και οι μόνες υποσχέσεις – αντικείμενο θρησκευτικής πίστης – να είναι να είναι και αυτές απέλπιδες για την παρούσα ζωή, αφού ό,τι υπόσχονται αφορούν μια άλλη ζωή. Ετούτη η ζωή δεν δίνει καμιά ελπίδα – ούτε καν φανταστική.

Πράγμα πρωτόγνωρο της εμπειρίας μας, μοναδικό. Καθολικότητα και ανέλπιδη βεβαιότητα τέτοιου βαθμού που είναι ασυλλόγιστες. Η απολυτότητα των χαρακτηριστικών αυτών κάνει το γεγονός του θανάτου μυστήριο και αδύνατο στην κατανόησή του. Η απώλεια προσώπου αγαπημένου, ακόμα και αν επρόκειτο για ένα από καιρό προαναγγελθέν και αναμενόμενο τέλος γέρου υπερήλικα, δεν δημιουργεί απλά το αίσθημα της απώλειας. Φέρνει μαζί του την επαφή με την Άβυσσο και ένα αίσθημα αδύνατο να το επεξεργαστεί το συναίσθημά μας, καθώς δεν έχει μάθει ποτέ να χειρίζεται τέτοια καταλυτικά γεγονότα τόσης απολυτότητας και άμεσης επαφής με το μη-είναι, με την ανυπαρξία. Μπροστά στο νεκρό άτομο, η απώλεια γίνεται ακατανόητη, η παντελής έλλειψη ελπίδας και προσδοκίας διαλύει κάθε αμυντικό μηχανισμό του νου και η επαφή των πλαδαρών μυαλών μας με την Άβυσσο, που κρυφοκοιτάμε φοβισμένοι πίσω από τον νεκρό, ιλιγγιώδης. Κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε, δεν καταλαβαίνουμε και απέλπιδοι κλαίμε.  Πολλώ δε μάλλον στο σημερινό μας κόσμο, όπου ο θάνατος έχει απωθηθεί και θαφτεί για να μη γίνεται ορατός στο αφιλοσόφητα, αλλήθωρα και γεμάτα πρίσματα μάτια μας.

Μπροστά στο νεκρό σώμα, κειμένου ήδη επί τα χείλη της Αβύσσου, αναζητάς τα ίχνη της παρουσίας του αγαπημένου προσώπου. Και ξέρουν όσοι έχουν βρεθεί εκεί, πως από το νεκρό σώμα λείπει κάτι. Δεν είναι πια το αγαπημένο πρόσωπο που απλά κείται ακίνητο και σιωπηλό. Ο νεκρός και ο κοιμισμένος δεν διαφέρουν μόνο στον ήχο της αναπνοής τους. Τι χάνεται λοιπόν; Ή τι μένει; Το ξέρεις τώρα που κοιτάς το άψυχο σώμα πως δεν είναι αυτό που αγάπησες, δεν σχετίστηκες ποτέ με αυτό, δεν είναι αυτό που θα χάσεις. Δεν λυπάσαι για αυτό. Λυπάσαι για το πρόσωπο που έχασες.

Αλλά τι είναι το πρόσωπο που χάνεις; Δεν είναι άλλο από τον αντίκρυ μιας σχέσης που θρέφατε μαζί. Αλλά, ακαλλιέργητοι συναισθηματικά, ταυτίσαμε, και έτσι ξέρουμε μόνο, τη σχέση με το ίδιο το αντί-κείμενο. Ωσάν η απουσία του αντι-κειμένου να σημαίνει και απουσία σχέσης. Ψυχολογικά ανώριμοι, γεννήματα ενός πολιτισμού επιφανειακού, αγνοούμε την σχέση όταν χάνουμε το αντί-κείμενο από τα μάτια μας, όπως τα βρέφη αγνοούν το αντί-κείμενο όταν αυτό χάνεται από το οπτικό τους πεδίο. Χρειάζεται να βλέπουμε το αντί-κείμενο για να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή του, για να διατηρούμε τη σχέση με αυτό.

Αλλά το πρόσωπο που έχει αναδειχθεί μέσα στη σχέση δεν παύει να υπάρχει, επειδή πάψαμε να βλέπουμε το αντί-κείμενο. Οι αγαπημένοι που είναι στο διπλανό δωμάτιο δεν είναι ανύπαρκτοι επειδή δεν τους βλέπουμε ή δεν τους ακούμε. Ακόμα συνδιαλεγόμαστε μαζί τους, μιλάνε μέσα μας, μας διαμορφώνουν. Ποιος ερωτευμένος στις αποφάσεις του δεν ακούει μέσα του τη φωνή της αγαπημένης; Ποιο παιδί στην αταξία του δεν ακούει ήδη μέσα του τη φωνή της μάνας του; Ποιος δε νιώθει την παρουσία στη ζωή του των θανόντων γονιών του; Πόσες φορές, μιλώντας με πρόσωπα αγαπημένα, δεν ξέρουμε ήδη τις απαντήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, σαν να μας έχουν ήδη πει, αυτό που θα ακούσουμε στη συνέχεια; Και είναι αυτά ψέματα, ψευδαισθήσεις, σκιές του νου; Επειδή έτσι το θέλει ποιος; Ο τυφλός, μονοδιάστατατος επιστημονισμός μας; Η ρηχή μας νιόφαντη ψυχο-επιστήμη; Αυτή που ανέδειξε σε πρώτο αίτιο νοσηρότητας παγκοσμίως την κατάθλιψη;

Το συναίσθημα αυτό, που υποσκάπτεται και συκοφαντείται ως παιχνίδι του νου, είναι απολύτως ανθρώπινο και ίσως αυτό που δίνει στον άνθρωπο την ανθρωπιά του, σηκώνοντας τον λίγο πιο πάνω από τα ζωώδη ένστικτά του. Ότι μέσα του δεν ακούει πια μόνο την τυφλή φωνή της φύσης του, αλλά τις φωνές προσώπων που ανέδειξε και τον ανέδειξαν ως τέτοιο μέσα από μια σχέση. Και ό,τι περιγελά τη λειτουργία αυτή απλά υποβιβάζει τον άνθρωπο σε αμοιβάδα και ότι την αναβαθμίζει λαμπρύνει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει.

Απέναντι  λοιπόν στην απολυτότητα του θανάτου, στην ανέλπιδη βεβαιότητα του και στην Άβυσσο, βρίσκεται η σχέση. Ας σηκώσουμε τα μάτια μας λίγο πάνω από τη λάσπη και ας ακούσουμε τη φωνή που παραμένει μέσα μας. Γιατί το πρόσωπο, η σχέση μας με αυτό, δεν είναι θέμα τόπου ή χρόνου. Δεν απαιτεί χρονική και τοπική αμεσότητα, ίσα-ίσα περιορίζεται από αυτή. Πέρα και πάνω από το χρόνο, αδιαφορώντας για την τοπικότητα, η σχέση δύο προσώπων είναι άχρονη, άτοπη. Ακούμε μέσα μας τις φωνές των αγαπημένων μας σαν να ήταν εκεί, δίπλα μας και να μας μιλούσαν. Συνεχίζουμε να αντλούμε από τη σοφία τους, ερμηνεύουμε τον κόσμο από τη ματιά τους, σαν να βρισκόταν τοπικά κοντά μας. Τους απαντάμε, μαθαίνουν και αυτοί από τη δικιά μας εμπειρία, χαίρονται ακόμα και λυπούνται μαζί μας. Δεν κλείνουμε τα αυτιά μας στις φωνές τους, πειθόμενοι ότι είναι παιχνίδια του νου. Η σχέση προσώπων είναι αληθινή, αληθέστερη και πληρέστερη από τις λογικόμορφες ερμηνείες, από τις επιστημονικόμορφες, τεχνοκρατικές προσεγγίσεις – γιατί αφορά την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και όχι μόνο την παραζαλισμένη και εύκολα απατώμενη λογική μας – και κυρίως είναι ανθρώπινη. Αυτό που μας εξανθρωπίζει και μας ανυψώνει από το θάνατο και τη φθορά είναι οι προσωπικές μας σχέσεις.

Γιατί αυτό που πεθαίνει είναι το κουρασμένο σώμα. Η σχέση παραμένει αθάνατη και η επίδρασή της καθημερινή. Είναι αυτό που μένει, αυτό που υπήρχε πάντα και αυτό που θα συνεχίσει να υπάρχει. Και η αθανασία της είναι τόσο απόλυτη όσο και ο θάνατος του σώματος.

Στη μνήμη του παππού μου που μου έδειξε την αλήθεια αυτή μόλις χτες, πλήρης ημερών και γαλήνιος.