Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Οι ανέορτοι διαχειριστές της Γιορτής

 

Έξοχη η παρακάτω προσέγγιση του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά:

 

Η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος μοιάζει να κυριαρχεί στον ελληνικό χώρο σήμερα. Να θυμίσω: η θρησκεία είναι γέννημα της ατομοκεντρικής φύσης του ανθρώπου, ανάγκη ορμέμφυτη, ενστικτώδης. Γεννάει την ανάγκη ο πανικός μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, η αοπλία του ανθρώπου απέναντι στο «κακό»: στην αδικία, στο μίσος, στην ιδιοτέλεια του «άλλου», στην αρρώστια, στη φθορά, στον κίνδυνο. Κακεντρεχής, ίσως, όμως αποκαλυπτική η παρατήρηση ότι «μέσα σε ένα αεροπλάνο που μπαίνει σε ζώνη αναταράξεων, δεν υπάρχει κανένας άθεος»!

Η Εκκλησία εμφανίστηκε στην Ιστορία ως άρνηση των όρων της ορμέμφυτης αναγκαιότητας, στους αντίποδες της θρησκείας. Δεν είναι θωράκιση του εγώ, είναι «κοινόν άθλημα», μετοχή σε αγώνισμα αλλαγής του «τρόπου της ύπαρξης». Οχι αλλαγής της συμπεριφοράς και ηθικοποίησης του χαρακτήρα, στόχος είναι να αλλάξει ο τρόπος που υπάρχει ο άνθρωπος.

Η λέξη είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ελληνες για να δηλώσει τον «δήμο» ως «πόλη»: τη μετάβαση από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς». Η Εκκλησία του Δήμου δεν ήταν απλώς μια συνέλευση για ανταλλαγή γνωμών και απόψεων, ήταν πριν από κάθε τι άλλο, γεγονός πραγμάτωσης και φανέρωσης της «πόλεως», ενός άλλου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης:

Να συνυπάρχουμε όχι μόνο για να κοινωνούμε τη χρεία, τη χρησιμότητα του «καταμερισμού της εργασίας» (της Arbeitsteilung, που έλεγε ο Μαρξ), αλλά για την ελεύθερη, αυτοπροαίρετη μετοχή στην κοινή προσπάθεια να «αληθεύει» ο βίος: Να πραγματώνει τον τρόπο του «αληθούς», του πραγματικά υπαρκτού, τρόπο ύπαρξης ελεύθερον από αναγκαιότητες φθοράς και θανάτου – τρόπο του «αθανατίζειν». Και «αληθές» για τους Ελληνες ήταν ο «ξυνός (κοινός) λόγος»: η λογικότητα, αιώνια και αμετάλλαχτη, των σχέσεων αρμονικής συνύπαρξης των υπαρκτών, αυτή που αναδείχνει το σύμπαν σε «κόσμον» – κόσμημα.

Η χριστιανική εμπειρία βρήκε στην ελληνική λέξη «Εκκλησία», από την πρώτη στιγμή, τη δυνατότητα να δηλώσει και τη δική της θεσμική ταυτότητα: Δεν ήταν μια καινούργια θρησκεία (ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, προσπάθεια ατομικής σωτηρίας), ήταν και πάλι ένα «κοινόν άθλημα» για την πραγμάτωση και φανέρωση του «αληθούς». Μόνο που τώρα το «αληθές» δεν ήταν η ανερμήνευτα δεδομένη (δίκην ειμαρμένης) συμπαντική λογικότητα (αδήριτος υπαρκτικός προκαθορισμός κάθε έκφανσης του υπάρχειν). Ηταν η «προσωπική» καταγωγή και αφετηρία του υπαρκτικού γεγονότος, η Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από κάθε αναγκαίο προκαθορισμό φύσεως ή ουσίας, ενεργητική πραγμάτωση αυθυπερβατικής ετερότητας: η ύπαρξη που αυτοπραγματώνεται ως αγάπη.

Για την εκκλησιαστική εμπειρία και μαρτυρία η αγάπη δεν είναι συμπεριφορική αρετή, ατομικό ηθικό ιδίωμα. Είναι ο τρόπος τής όντως υπάρξεως, ο τρόπος της ελευθερίας από υπαρκτικούς περιορισμούς και αναγκαιότητες. Η φυσική νομοτέλεια αντιστρατεύεται τον λογικό – θελητικό αυτοκαθορισμό και πεδίο υποστατικής πραγμάτωσης της φυσικής νομοτέλειας είναι το φυσικό άτομο – η ατομική ύπαρξη ενεργείται με αναγκαίες ενορμήσεις ιδιοτέλειας (ιδίου τέλους): η ορμή της αυτοσυντήρησης, της κυριαρχίας, της ηδονής υπηρετούν το άτομο ως υπαρκτικό αυτοσκοπό. Η αν-ιδιοτέλεια, η προτεραιότητα της σχέσης, της κοινωνούμενης ύπαρξης, είναι το μόνο ενδεχόμενο υπαρκτικής ελευθερίας που μπορεί να σημάνει η ανθρώπινη γλώσσα. Είναι η αγάπη.

Ο Θεός της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας «αγάπη εστί». Οχι «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, η ύπαρξή του δεν καθορίζεται από τη νομοτέλεια φύσης, έστω θεϊκής, πραγματώνεται ως ελευθερία, έλλογη αυτοσυνείδητη ελευθερία, δηλαδή αγάπη. Είναι ο Πατήρ: η λέξη δεν δηλώνει φυσικό άτομο (Δίας, Απόλλων), δηλώνει σχέση: Υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και τη θέλησή του την «υποστασιάζει» (την κάνει υπαρκτική πραγματικότητα) «γεννώντας» τον Υιό και «εκπορεύοντας» το Πνεύμα – τριαδική, αγαπητική η Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης, θρίαμβος ελευθερίας...

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Τι χρειαζόμαστε σήμερα;

 

Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας και ο λαός της, η αντίδραση φαντάζει πλέον υποχρέωση κάθε υπεύθυνου πολίτη. Η κατάσταση αυτή δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την εικόνα της διαφαινόμενης οικονομικής εξαθλίωσης, του ξεπουλήματος της χώρας και των πόρων της στους τοκογλύφους της Ευρώπης και της Αμερικής. Η εικόνα αυτή είναι το τελευταίο απλά στάδιο, η φυσική συνέπεια διεργασιών, που για καιρό τώρα διέλυσαν την ελληνική κοινωνία.

 

Μια υγιής αντίδραση απέναντι σε αυτή την παρακμή του λαού μας δεν μπορεί να εξαντλείται σε κάποια ιδεολογία. Όσο πρωτοποριακές ιδέες και να τη χαρακτηρίζουν, όσο ρηξικέλευθες λύσεις και να προτείνει στα διάφορα προβλήματα θα είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Αποτυχία, γιατί η σημερινή κατάσταση είναι απότοκος του ανθρωπολογικού τύπου που παράγει το σύγχρονο μοντέλο ζωής. Ακόμα και αν προτείνουμε λύσεις ή έστω και αν επικρατήσουν αυτές, η βελτίωση θα είναι απλά πρόσκαιρη. Η νέα κατάσταση που θα δημιουργηθεί, γρήγορα θα εκφυλιστεί και θα μεταπέσει στην παρούσα κατάσταση. Ο τύπος του ανθρώπου που θα κληθεί να τους εφαρμόσει, οι μάζες των ανθρώπων στις οποίες θα εφαρμοστούν, δεν θα διαφέρουν από τους σημερινούς ανθρώπους. Το αποτέλεσμα, με δεδομένη μάλιστα και την εξωτερική πίεση, θα είναι απλά μια τρύπα στο νερό. Και οι καλύτερες ιδέες θα μείνουν απλά κενό γράμμα, ωραίες λέξεις μια ανεφάρμοστης ιδεολογίας.

 

Η προτεινόμενη αντίδραση στην παρούσα κατάσταση, η αφύπνιση του ελληνισμού και η επαναδιεκδίηση των ιστορικών του καταβολών και βιωμάτων, η επανοικιοποίηση της παιδείας μας δεν μπορεί να είναι απλά ένα ιδεολόγημα. Δεν μπορεί να εξαντληθεί απλά σε όμορφες ιδέες περί δημοκρατίας, ισονομίας, παιδείας και αξιοκρατίας. Και αυτό όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο. Πρωτίστως, γιατί ο ελληνισμός δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογία. Ο ελληνισμός υπήρξε πάντοτε μια πρόταση ζωής, ένας τρόπος του βίου. Χαρακτηριστικό και απαράλλαχτο στοιχείο του καθόλη τη δισχιλιετή πορεία του δεν ήταν η θρησκεία, η γλώσσα ή οι ιδεολογικές του θέσεις. Αν ο ελληνισμός ταυτίζεται με κάτι, αυτό δεν είναι άλλο από τον κοινοτισμό.

 

Ο κοινοτισμός είναι φαινόμενο άλλο από την απλή συμβίωση ατόμων στην ίδια γεωγραφική περιοχή με σκοπό την εξυπηρέτηση κοινών αναγκών. Ο κοινοτισμός αποτελεί τη δημιουργία κοινωνίας. Μιας κοινότητας δηλαδή προσώπων, που σκοπό έχει την πραγμάτωση ενός άριστου τρόπου του βίου, που αποτελεί την αρένα άσκησης για την αυθυπέρβαση του εαυτού. Ο ελληνικός τρόπος ζωής αφορά την ένταξη του ατόμου σε μια κοινότητα, την οργανική σύνδεση της ζωής του με αυτήν και την άντληση νοήματος από αυτήν. Ο κοινοτισμός αποτελεί τρόπο ζωής ριζικά διαφορετικό από το σημερινό ατομοκεντρικό παραλήρημα. Στον σημερινό βαρβαρισμό, το άτομο αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό του, οι απόψεις του και οι εμπειρίες του αποτελούν ζήτημα προσωπικό του, όπως και ο τρόπος ζωής του. Η συνύπαρξη με άλλα άτομα εξαντλείται σε σχέσεις χρηστικές, η επικοινωνία εξυπηρετεί σκοπούς λειτουργικούς και οι πόλεις απλές συλλογές μοναχικών, απρόσωπων ατομικοτήτων.

 

Ο κοινοτισμός αποτελεί την ελληνική πρόταση ζωής. Το άτομο εγκαταλείπει την ατομικότητα του για να ενταχθεί στην κοινότητα. Η εγκατάλειψη αυτή δεν σημαίνει την υποταγή του στη συλλογικότητα, την κολλεκτιβοποίηση του. Σημαίνει αντίθετα την υπέρβαση της ατομικής οχύρωσης και την κοινωνία της εμπειρίας με τα υπόλοιπα πρόσωπα της κοινότητας. Αυτή ήταν η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με τους Δήμους τους, αυτή των παππούδων μας με τα χωριά τους. Αυτό ερμηνεύει την ελληνική αυτοθυσία για την κοινότητα, τον Λεωνίδα και τον Παλαιολόγο. Αυτό εξηγεί τους ανώνυμους αγωνιστές και τους ευεργέτες της πατρίδας. Η προσφορά στην κοινότητα μέσα από το ξεπέρασμα των εγωτικών αγκυλώσεων. Το ζητούμενο σήμερα λοιπόν δεν είναι μια καινούρια ιδεολογία. Δεν είναι κάποιες προτάσεις βελτίωσης της παρούσας κατάστασης. Το πραγματικά επαναστατικό ζητούμενο σήμερα είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής. Όχι με την υιοθέτηση εξωτερικών, τυπικών χαρακτηριστικών (ευγένεια, προστασία του περιβάλλοντος κλπ), αλλά με ριζική αλλαγή του τρόπου του είναι μας. Τη πρόοδο από τον ατομοκεντρικό τρόπο ζωής στην κοινοτική αυτοθυσία.

 

Για το λόγο αυτό η Σπίθα δεν πρέπει να εξαντληθεί σε απλά ιδεολογήματα, σε συνθήματα ή σε υιοθέτηση εξωτερικών συμπεριφορών. Αν θέλει να επιβιώσει, να γίνει πραγματική φλόγα επανελλήνισης, θα πρέπει να προτείνει, αλλά και να ενσαρκώσει η ίδια την ελληνική αυτή πρόταση ζωής. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως θα πρέπει να αγωνιστούμε όχι για κάποια κεντρική οργάνωση, αλλά για τη συνεχή διάσπαση της σπίθας, τη δημιουργία όλο και περισσότερων τοπικών ομάδων σε κάθε γειτονιά και την υιοθέτηση κοινού τρόπου του βίου. Αυτό δεν σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, κάποια εξωτερική ομοιομορφία ή τυπική υιοθέτηση εξωτερικών συμπεριφορών, αλλά έναν διαρκή αγώνα αυθυπέρβασης και προσφοράς στην νεοδημιουργημένη κοινότητα. Η σφυρηλάτηση της κοινότητας θα είναι δυνατή μέσω κοινών συνηθειών που θα αναπτύξει σταδιακά και φυσικά αυτή, συνηθειών που θα σηματοδοτούν το χρόνο της και που επίσης θα κομίζουν ένα νόημα, μια κατεύθυνση της άσκησης των πολιτών της.

 

Η αγορά ελληνικών προϊόντων, η παθητική ανυπακοή, η κατάργηση των διοδίων, αποτελούν ακτιβιστικές πράξεις. Ενδιαφέρουσες αλλά βραχύβιες. Αν θα πρέπει να τολμήσουμε κάτι, αυτό θα είναι ο νέος αυτός τρόπος ζωής, η ουσία του ελληνισμού. Και είναι αυτή ακριβώς η μαγιά του που γέννησε όλα τα υπόλοιπα. Και η προσπάθεια αυτή είναι μακρόχρονη, ισόβια, δεν εξαντλείται σε γοργά αποτελέσματα. Δεν είναι ατομική, ούτε συνεργατική. Είναι κοινοτική. Για αυτό θα πρέπει να δημιουργήσουμε ξανά κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές να δημιουργήσουν ξανά κοινά ήθη. Και να διασπώνται συνεχώς, έως ότου όλος ο ελληνισμός γίνει ξανά κοινοτικός. Ίσως και πέρα από τα στενά εθνικά μας σύνορα.  Γιατί ο ελληνισμός δεν είναι μια εθνικιστική ιδεοληψία. Αλλά τρόπος ζωής αληθινής.